κἄν

κἄν
κἄν (not κᾄν), by crasis,
I for καὶ ἄν . . , v.l. in Hes.Op.357, freq. in [dialect] Att.: not often when καί is simply copul., Pl.Phd.79a, Grg. 514d; but freq. when καί is intens., ὅ γε κ. μέγα δοίη even a great thing, Hes. l.c.;

κακὸν δὲ κ. ἐν ἡμέρᾳ γνοίης μιᾷ S.OT615

, cf. 591, Aj.45, Ar.Nu.1130, Th.7.61, etc.; sts. repeated after or before a Verb with

ἄν, ἐπεὶ κ. σὺ . . , εἴ τίς σε διδάξειεν . . , βελτίων ἂν γένοιο Pl. Prt.318b

, cf. R.515e; freq. in the phrase κ. εἰ, where καί properly belongs to εἰ, even if, and ἄν to the Verb that follows in apodosi, νῦν δέ μοι δοκεῖ, κ. ἀσέβειαν εἰ καταγιγνώσκοι, τὰ προσήκοντα ποιεῖν (for καὶ εἰ καταγιγνώσκοι, ποιεῖν ἄν) D.21.51: hence,
2 even when the Verb in apodosi was of a tense that could not be joined with ἄν, κ. εἰ πολλαὶ [αἱ ἀρεταί] . .

εἰσιν, ἕν γέ τι εἶδος ταὐτὸν ἅπασαι ἔχουσι Pl.Men. 72c

;

κ. εἰ μή τῳ δοκεῖ Id.R.473a

, 579d, cf. 408b, Phd.71b, Sph.247e, Arist.Top.136a31, al.
3 in later Gr. without εἰ, simply as a stronger form of καί, even,

εἴσελθε κ. νῦν Men.342

;

κ. νεκρῷ Χάρισαι τὰ σὰ Χείλεα Theoc.23.41

, cf. 35 (v.l.) (and so with εἷς, μία, ἕν, κ. μίαν ἡμέραν δόντες αὐτοῖς v.l. in X.HG1.7.19;

εἰ κ. ἕν τι φαίνοιτο S.E. P.2.195

, cf. Ph.2.29
);

ἐὰν ἅψωμαι κ. τῶν ἱματίων Ev.Marc.5.28

; κ. νῦν now at any rate, POxy.2151.7 (iii A.D.); κἂν ὧς even so, nevertheless, ib.123.7 (iii/iv A.D.);

οἷς οὐδὲ κ. ὄνος ὑπῆρξε πώποτε Luc.Tim.20

codd., cf. DDeor.5.2, etc.
II for καὶ ἄν ([etym.] ἐάν), even if, with the same moods as ἐάν, S.Aj.15, Pl.Prt.319c, etc.: freq. used ellipt., ἄνδρα Χρὴ δοκεῖν πεσεῖν ἂν κ. (sc. πέσῃ)

ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ S.Aj.1078

, cf. Ar.V.92, Ach.1021, and so prob. in S.El.1483: later folld. by ind.,

κἂν γὰρ οὕτω φαμέν A.D.Synt.70.22

.
2 κἄν . . , κἄν . . , whether . . , or . . ,

κἂν μεγάλην πόλιν οἰκῶσι κἂν μικράν D.25.15

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κἄν — κἀν indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆν — κἀν indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάν — poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • καν — μόρ. 1. με ελαττωτική έννοια σημαίνει τουλάχιστο, καθόλου: Δεν ήθελε ούτε καν να ακούσει γι αυτόν. 2. ως διαζευκτικός αντί του ή ή: Καν πέρσι καν πρόπερσι πήρε το δίπλωμά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κἄν ἀπὸ νεκροῦ φέρῃ. — κἄν ἀπὸ νεκροῦ φέρῃ. См. С живого и мертвого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καν-καν — (can can). Γαλλικός θεατρικός χορός του 19ου αι. με θορυβώδη και άσεμνο, για τα μέτρα της εποχής του, χαρακτήρα. Η ονομασία του πιθανότατα προέρχεται από έκφραση της αργκό της εποχής, που σήμαινε τη θορυβώδη και μπερδεμένη συζήτηση· υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • κἀν — ἐν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἐν , εἰς into doric aeolic (proclitic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀν' — ἀνά , ἀνά on board indeclform (prep) ἐνί , ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”